- παρωνυμίασμα
- παρωνυμίασμαby-nameneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρωνυμίασμα — τὸ, Α [παρωνυμιάζω] επώνυμο … Dictionary of Greek
παρόμφημα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρωνυμίασμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀμφή (Ι) «φωνή, θεϊκό μήνυμα» + κατάλ. ημα (πιθ. μέσω αμάρτυρων ὀμφῶ / παρομφῶ)] … Dictionary of Greek